σκευά

French (Bailly abrégé)

dor. c. σκευή.

English (Slater)

σκευά gear, tackle ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺ σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι (P. 2.80)

Russian (Dvoretsky)

σκευά: ἡ дор. = σκευή.