ἀβάπτιστος
ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → the mountain was in labor — even Zeus was afraid — but gave birth to a mouse
English (LSJ)
ἀβάπτιστον, (βαπτίζω)
A not to be dipped, that will not sink, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας = I go unsoaked like a cork above the surface of the sea (of a net), Pi.P.2.80; ναῦς EM811.26; τρύπανον trepan with a guard, to stop it from going too deep, Gal.10.447.
II not drenched with liquor, Plu.2.686b.
III not dipped in baptismal water, unbaptized.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que no se hunde, que no se sumerge, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας avanzo sin hundirme como un corcho sobre la superficie del mar Pi.P.2.80, cf. AP 6.192 (Arch.), ναῦς EM 811.27G.
2 no bautizado πολλοὺς ἀβαπτίστους κινδυνεύειν Ath.Al.Ep.Encycl.5.8, cf. Oecum.Apoc.3.55
•de alimentos no bendecido Manes 82.10.
3 cirug. que no puede hundirse de un tipo de trépano con topes que impiden profundizar demasiado, Gal.10.447, Hsch., Paul.Aeg.6.90.5.
II fig. no empapado en vino, sereno εὐκρασία σώματος ἀβαπτίστου Plu.2.686b.
German (Pape)
[Seite 2] 1) nicht unterzutauchen, Pind. P. 2, 36 φέλλος ὣς ἀβ. ἅλμης; so vom Kork, Archi. 10 (VI, 192) neben ἀπερίτρεπτος, Plat. sol. an. 35 (p. 266). – Aber Plut. Symp. 6 prooem. σῶμα ἀβ. καὶ ἐλαφρόν, von Getränken unbenommen. – 2) ungetauft, K.S.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui ne se plonge pas dans l'ivresse.
2 non baptisé.
Étymologie: ἀ, βαπτίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀβάπτιστος:
1 не погружающийся в воду, нетонущий (φελλός Pind.; δόναξ Anth.);
2 не отягощенный напитками, трезвый (σῶμα Plut.)
3 некрещеный
Greek (Liddell-Scott)
ἀβάπτιστος: ον (βαπτίζω), ὃν δὲν δύναταί τις νὰ βαπτίσῃ, ἀβύθιστος. Λατ. immersabilis, ἀβ. ἅλμας ἐπὶ δικτύου Πίνδ. Π. 2. 146. ἀβ. τρύπανον, χειρουργικὸν ἐργαλεῖον, τρυπάνιον μετὰ φυλακτῆρος ἐμποδίζοντος αὐτὸ ἀπὸ τοῦ νὰ τρυπήσῃ λίαν βαθέως, Γαλην. ΙΙ. μὴ καταβεβρεγμένος ὑπὸ ὑγροῦ Πλουτ. 2. 686 Β. ΙΙΙ. ὁ μὴ βαπτισθεὶς [ὁ μὴ φωτισθεὶς] Ἐκκλησ.
English (Slater)
ἀβάπτιστος met. not dipped, buoyant ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας i. e. untouched by the slanders of others (P. 2.80)
Translations
unbaptized
Finnish: kastamaton; Greek: αβάπτιστος, αβάφτιστος; Ancient Greek: ἀβάπτιστος, ἀτέλεστος, ἀτελής, ἀφώτιστος, ἀσφράγιστος; German: ungetauft, nicht getauft; Manx: neuvashtit; Romanian: nebotezat; Russian: некрещёный; Spanish: no bautizado; Swedish: odöpt