σκιάεις

English (LSJ)

[ᾰ], εσσα, εν, = σκιόεις, Hdn.Gr.1.239: contr. σκιᾶς, ᾶντος, Id.2.618.

Greek (Liddell-Scott)

σκιάεις: εσσα, εν, = σκιόεις, Χοιροβοσκ. σ. 59. 35.

English (Slater)

σκῐᾱεις (cf. σκιόεις.) shadowy χθονὸς ὀμφαλὸν παρὰ σκιάεντα (Housman: σκιόεντα Π.) (Pae. 6.17)

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, αρσ. και σκιᾱς, -ᾱντος, Α
βλ. σκιόεις.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκιάεις -εσσα -εν Pind. zie σκιόεις.