σκιαστικός

English (LSJ)

σκιαστική, σκιαστικόν, shading, covering, Sch.S.OC313. Adv. σκιαστικῶς Eust.1703.13.

German (Pape)

[Seite 898] beschattend, bedeckend; VLL.; Schol. Soph. O. C. 318.

Greek (Liddell-Scott)

σκιαστικός: -ή, -όν, ὁ σκιάζων, καλύπτων, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ο. Κ. 318. ― Ἐπίρρ. σκιαστικῶς, Εὐστ. εἰς Ὀδ. σ. 1703. 13.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ σκιαστός
αυτός που καλύπτει με σκιά, που σκιάζει.
επίρρ...
σκιαστικῶς Μ
με σκιά, με κάλυψη σκιάς.