σκιδαρόν

English (LSJ)

ἀραιόν, Hsch.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἀραιόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη ο τ. συνδέεται με τα αρχ. ινδ. chidra- «χωρισμένος, σχισμένος» και την οικογένεια του σχίζω, ενώ κατ' άλλη άποψη με το ρ. σκεδάννυμι.