σκιόφιλος

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. (για φυτό) αυτός που φυτρώνει και ευδοκιμεί σε σκιερό τόπο
2. φρ. «σκιόφιλο φυτό»
βοτ. το σκιόφυτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sciophilus (< σκιά + φίλος)].