σκλήρωση

Greek Monolingual

η / σκλήρωσις, -ώσεως, ΝΑ σκληρῶ
η μετατροπή της σύστασης ενός σώματος προς το σκληρότερο, σκλήρυνση («κασσιτέρου σκλήρωσις», πάπ.).