σκλαρός

English (LSJ)

hyper-Doric for σκληρός, Ti.Locr. 104c.

Russian (Dvoretsky)

σκλᾱρός: дор. = σκληρός.

Greek (Liddell-Scott)

σκλαρός: σκληρός, Τίμ. Λοκρ. 104 C, ἔκδ. Stallb.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
βλ. σκληρός.