σκληρουργός

English (LSJ)

ὁ, apparently, one of a corps of masons in the Roman army, Sammelb.4411, cf. Vett.Val.3.7; = silicida, Glossaria.

Greek (Liddell-Scott)

σκληρουργός: ὁ, ὡς φαίνεται, ὁ ἀνήκων εἰς σῶμά τι οἰκοδόμων ἐν τῷ Ρωμαϊκῷ στρατῷ, Συλλ. Ἐπιγρ. 4716d. 15, 20, 35.

Greek Monolingual

ὁ, Α
τεχνίτης που ανήκε σε σώμα οικοδόμων του ρωμαϊκού στρατού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -ουργός (< ἔργον)].