σκολοπία

Greek Monolingual

η, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια φλακουρτιίδες της τάξης βιολώδη, με 30 περίπου είδη αγκαθωτών δένδρων των τροπικών περιοχών της Ασίας, της Αφρικής και της Αυστραλίας.