φλακουρτιίδες
From LSJ
Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck
Greek Monolingual
οι, Ν
βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της τάξης βιολώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. νεολατ. flacourtiaceae. Βλ. και λ. φλακουρτία].