σκολόπιον

English (LSJ)

τό, Dim. of σκόλοψ 1.3, Antyll. ap. Orib.50.5.4.

Greek (Liddell-Scott)

σκολόπιον: τό, ὑποκοριστ. τοῦ σκόλοψ Ι. 3, Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβασ. 184 Mai.

Greek Monolingual

τὸ, Α σκόλοψ, -οπος]
υποκορ. χειρουργικό εργαλείο μικρού μεγέθους, μικρός καθετήρας.