σκορπισμός
English (LSJ)
ὁ, scattering, Ph.1.82, Artem.2.30, Aq., Sm., Thd.Je.25.34 (32.20), Dam.Pr.394; φλεγμονῶν Hippiatr.70.
German (Pape)
[Seite 905] ὁ, Zerstreuung, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
σκορπισμός: ὁ, διασκορπισμός, Ἀκύλλ., κ. ἄλλ., Παλ. Διαθ.· - σκόρπισμα, τό, Βυζ.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ σκορπίζω
διασκόρπιση, σκόρπισμα.