σκόρπισμα
From LSJ
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
Greek Monolingual
το, ΝΜ, και σκρόπισμα Ν σκορπίζω
(ιδίως για χρηματικά ποσά) αλόγιστη χρήση και σπατάλη, κατασπατάληση
νεοελλ.
1. η ενέργεια και, κυρίως, το αποτέλεσμα του σκορπίζω, η διάλυση και η διασπορά ενός συνόλου στα μέρη που το συγκροτούν, διασκορπισμός
2. διάχυση («σαν το σκόρπισμα του ανέμου στου πελάου τη μοναξιά», Σολωμ.).