σκοταρία

English (LSJ)

ζόφος, Ἀχαιοί, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

σκοτᾰρία: ἡ, σκότος, σκοτία, «ζόφος. Ἀχαιοὶ» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α σκότος
(κατά τον Ησύχ.) «Ζόφος. Ἀχαιοί».