ζόφος, Ἀχαιοί, Hsch.
σκοτᾰρία: ἡ, σκότος, σκοτία, «ζόφος. Ἀχαιοὶ» Ἡσύχ.
Α σκότος(κατά τον Ησύχ.) «Ζόφος. Ἀχαιοί».