ζόφος
English (LSJ)
ὁ,
A nether darkness, ἱεμένων Ἔρεβόσδε ὑπὸ ζόφον Od.20.356, cf. 11.155, Il.21.56, Ep.Jud.6; Ἀΐδης δ' ἔλαχε ζόφον ἠερόεντα = obtained the realms of gloom for his share, Il.15.191, cf.Od.11.57, h.Cer. 402, 446, etc.; γῆς ὑπὸ ζόφον A.Pers.839.
2 generally, gloom, darkness, Hes.Sc.227, Plb.18.20.7, Arist.Mu.400a8, Ep.Hebr.12.18, Plu.Alc.28, Luc.DMort.15.2; χειμέριος ζόφος = the gloom of winter, Pi.I. 4(3).18: metaph., τῆς ψυχῆς… ζ. Plu.2.48c.
II the dark quarter, i.e. the West, ἤδη γὰρ φάος οἴχεθ' ὑπὸ ζόφον Od.3.335; οὐ γὰρ ἴδμεν ὅπῃ ζ. οὐδ' ὅπῃ ἠώς 10.190; ποτὶ ζόφον, opp. πρὸς ἠῶ τ' ἠέλιόν τε, Il.12.240, Od.13.241, 9.26 the North acc. to Str.10.2.12); Γαδείρων τὸ πρὸς ζόφον = to the west of... Pi.N.4.69.—Poet. and later Prose. (Prob. cogn. with ζέφυρος.)
German (Pape)
[Seite 1140] ὁ (ogl. νέφος, δνόφος, κνέφασἱ, Finsternis, Dunkel der Nacht, Hes. Sc. 227; χειμέριος μηνῶν ζ. Pind. I. 3, 36; der Unterwelt, Od. 20, 356, das Schattenreich, ἠερόεις, Il. 15, 191. 21, 56 Od. 11, 57; dah. νοῦς ἐστι ποτὶ ζόφον Qu. Sm. 3, 256, denkt an den Tod. Sehr gew. die Nacht- u. Schattenseite der Erde, πρὸς ζόφον, im Gegensatz von πρὸς ἠῶ τ' ἠέλιόν τε, Il 12, 240 Od. 9, 26. 13, 241, von Ἠώς, alfo Abendgegend, 10, 190; vgl. Pind. N. 4, 69. – In Prosa erst Sp., wie Plut. Alc. 28 Luc. V. H. 1, 6; auch übtr., ζ. ψυχῆς Plut. de audit. 10.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
I. ténèbres, obscurité;
II. particul.
1 ténèbres des Enfers;
2 région de la terre située dans l'obscurité, occident : πρὸς ζόφον à l'occident;
III. fig. obscurité (de l'âme).
Étymologie: cf. δνόφος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζόφος -ου, ὁ [~ ζέφυρος; ~ ook δνόφος?] poët. en later proza, duisternis; m. n. van de onderwereld; Ἔρεβόσδε ὑπὸ ζόφον naar de Erebus, de Duisternis in Od. 20.356; waar de zon 's avonds ondergaat (het westen); ποτὶ ζόφον naar waar het donker wordt (het westen) Il. 12.240; alg.. ὑπὸ μακρῷ τῷ ζόφῳ lang in de duisternis Luc. 79.14.2.
Russian (Dvoretsky)
ζόφος: ὁ
1 мрак, тьма (χειμέριος Pind.; Ὄλυμπος παντὸς ζόφου κεχωρισμένος Arst.): ὁ ζ. διελύθη Plut. тьма рассеялась;
2 (тж. ὁ ζ. τοῦ σκότους NT) вечная тьма, царство теней: Ἔρεβόσδε ὑπὸ ζόφον Hom. во мрак Эреба; Ἀΐδης ἔλαχε ζόφον Hom. (когда мир делился между сыновьями Кроноса), Аид получил по жребию подземное царство;
3 закат, запад (ὅπῃ ζ., ὅπῃ ἠώς Hom.): πρὸς ζόφον Hom. на запад;
4 мрачность (τῆς ψυχῆς Plut.).
English (Autenrieth)
(cf. κνέφας, γνόφος, δνόφος): (1) gloom, darkness, especially of the nether world, and for the realm of shadows itself, Il. 15.191.—(2) evening, the Occident, the West, Od. 9.26, Od. 12.81.
English (Slater)
ζόφος
&nnbsp; a darkness νῦν δ' αὖ μετὰ χειμέριον ποικίλα μηνῶν ζόφον χθὼν ὥτε φοινικέοισιν ἄνθησεν ῥόδοις (I. 4.18)
b darkness, as opposed to the dawn; the west. Γαδείρων τὸ πρὸς ζόφον οὐ περατόν (N. 4.69)
English (Strong)
akin to the base of νέφος; gloom (as shrouding like a cloud): blackness, darkness, mist.
English (Thayer)
ζόφου, ὁ (akin to γνόφος, δνόφος, νέφος, κνέφας, see Alexander Buttmann (1873) Lexil. ii., p. 266 (Fishlake's translation, p. 378); cf. Curtius, p. 706), darkness, blackness: L T Tr WH; as in Homer Iliad 15,191; 21,56, etc., used of the darkness of the nether world (cf. Grimm on ζόφος τοῦ σκότους (cf. חֹשֶׁך־אֲפֵלָה, Trench, § c.)
Greek Monolingual
ο (AM ζόφος, ὁ και μτγν. ζόφος, -εος, το)
1. βαθύ σκοτάδι, σκοτεινιά
2. μτφ. βαθιά μελαγχολία, θλίψη, κατήφεια («ζόφος ψυχής»)
μσν.
ζοφερή σκέψη, πονηρό, αμαρτωλό διανόημα
αρχ.
1. το σκοτάδι του κάτω κόσμου, η σκοτεινιά του Άδη («ἐγώ δ' ἄπειμι γῆς ὑπὸ ζόφον κάτω», Αισχύλ.)
2. το σκοτεινό μέρος του ορίζοντα, η δύση
3. φρ. α) «λαγχάνω ζόφον» — παίρνω με κλήρο τα βασίλεια του Άδη («Ἀίδης δ' ἔλαχε ζόφον ἠερόεντα», Ομ. Ιλ.)
β) «χειμέριος ζόφος» — το σκοτάδι, η σκοτεινότητα του χειμώνα
γ) «ποτὶ ζόφον», «πρὸς ζόφον» — προς δυσμάς, δυτικά (σε αντίθεση με το «πρὸς ἠώ τ' ἠέλιόν τε» — προς ανατολάς, ανατολικά).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το ζέφυρος αλλά και με το δνόφος«σκοτάδι».
ΠΑΡ. ζοφερός, ζοφώ, ζοφώδης, ζόφωση
αρχ.
ζόφεος, ζόφιος, ζοφόεις
μσν.
ζόφωμα
νεοελλ.
ζοφός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. ζοφηφορία, ζοφοδορπίδας, ζοφοείδελος, ζοφομηνία, ζοφόπνοια
αρχ.-μσν.
ζοφοειδής
μσν.
ζοφοφθόρος
νεοελλ.
ζοφόμυια
(Β' συνθετικό) μελαν(ό)ζοφος].
Greek Monotonic
ζόφος: ὁ,
I. σκοτάδι του Άδη, σκότος του Κάτω Κόσμου, σε Όμηρ., Αισχύλ.· γενικά, σκοτάδι, σκοτεινιά, σκότος, σε Ησίοδ., Πίνδ.
II. σκοτεινή πλευρά του ορίζοντα, δηλ. Δύση, σε αντίθ. προς το ἠώς, αυγή, σε Όμηρ.· πρβλ. Ζέφυρος.
Greek (Liddell-Scott)
ζόφος: ὁ, τὸ σκότος τοῦ κάτω κόσμου, σκότος τοῦ Ἅδου, ἱεμένων Ἔρεβόσδε ὑπὸ ζόφον Ὀδ. Υ. 356, πρβλ. Λ. 155, Ἰλ. Φ. 56· Ἀΐδης δ’ ἔλαχε, ζόφον ἠερόεντα, ἔλαβε διὰ κλήρου τὰ βασίλεια τοῦ σκότους ὡς μερίδιον, Ο. 191, Ὀδ. Λ. 57, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 402, 446, κτλ.· γῆς ὑπὸ ζόφον Αἰσχύλ. Πέρσ. 839· - καθόλου, πᾶν σκότος, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 227· χειμέριος ζ., τὸ σκότος ἤτοι ἡ κατήφεια τοῦ χειμῶνος, Πίνδ. Ι. 4. 30 (3. 37). ΙΙ. παρ’ Ὁμ., τὸ σκοτεινὸν μέρος τοῦ ὁρίζοντος, αἱ δυσμαί, ὡς παρὰ Γερμ. Abend (ἑσπέρα), ἤδη γὰρ φάος οἴχεθ’ ὑπὸ ζόφον· Ὀδ. Γ. 335· οὐ γάρ τ’ ἴδμεν ὅπῃ ζόφος, οὔδ’ ὅπῃ ἠὼς Κ. 190· οὕτω, ποτὶ ζόφον, ἀντίθ. πρὸς ἠῶ τ’ ἠέλιόν τε Ἰλ. Μ. 239, Ὀδ. Ν. 240 (ἴδε ἐν λ. ἥλιος)· Γαδείρων τὸ πρὸς ζόφον, πρὸς δυσμὰς τῶν…, Πίνδ. Ν. 4. 112· - μεταφ., τῆς ψυχῆς... ζόφος Πλούτ. 2. 48C· ἐπὶ ὕφους, τὸ σκοτεινόν, ἀδιανόητον, Διον. Ἁλ. π. Πομπ. 2. - Παρὰ πεζοῖς, πρῶτον παρ’ Ἀριστ. Κόσμ. 6, 30, Πολυβ. 18. 3, 7, ἀκολούθως ἐν τῇ Κ. Δ., Πλούτ., Λουκ.. κτλ. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης παράγεται Ζέφυρος, ὃ ἴδε, τὸ δὲ
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: dark(ness), West (Il.).
Compounds: As 1. member e. g. in ζοφο-ειδής dark-coloured (Hp.).
Derivatives: ζοφερός dark (Hes., Hp., Arist.), ζοφώδης id. (Hp., Arist.), also ζόφιος (AP), ζόφεος (v.l. Nic. Al. 501). Denomin. verb ζοφόομαι, -όω get, make dark (AP, Hld.) with ζόφωσις (Sch.). Cf ζέφυρος (s. v.); cf. on δνόφος etc, s. also γνόφος.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Improbable hypotheses from Vendryes REGr. 23, 74, Petersen AmJPh. 56, 59. There is no IE etymology. One often connects (DELG) ζέφυρος, which seems possible but which is not certain; one also compares δνόφος.
Middle Liddell
ζόφος, ὁ,
I. the gloom of the world below, nether darkness, Hom., Aesch.:—generally, gloom, darkness, Hes., Pind.
II. the dark quarter, i. e. the west, opposed to ἠώς, Hom.: cf. Ζέφυρος.
Frisk Etymology German
ζόφος: {zóphos}
Grammar: m.
Meaning: Dunkel, Finsternis, Westen (ep. poet. seit Il., hell. u. spät).
Composita: Als Vorderglied z. B. in ζοφοειδής dunkelfarbig (Hp.).
Derivative: Ableitungen: ζοφερός dunkel, finster (Hes., Hp., Arist. usw.), ζοφώδης ib. (Hp., Arist. u. a.), auch ζόφιος (AP), ζόφεος (v.l. Nik. Al. 501). Denominatives Verb ζοφόομαι, -όω dunkel werden, verdunkeln (AP, Hld.) mit ζόφωσις (Sch.). Mit ζέφυρος (s. d.) verwandt; vgl. zu δνόφος mit weiteren Hinweisen, s. auch γνόφος.
Etymology: Unwahrscheinliche Hypothesen von Vendryes REGr. 23, 74, Petersen AmJPh. 56, 59.
Page 1,614
Chinese
原文音譯:zÒfoj 索賀士
詞類次數:名詞(4)
原文字根:陰暗 相當於: (אֹפֶל) (אֲפֵלָה)
字義溯源:(如暴風雨時的)幽暗,黑暗,地獄;源自(νέφος)*=雲)。參讀 (γνόφος)同義字
出現次數:總共(4);彼後(2);猶(2)
譯字彙編:
1) 幽暗(2) 彼後2:17; 猶1:13;
2) 黑暗(1) 猶1:6;
3) 黑暗的(1) 彼後2:4
English (Woodhouse)
murkiness, nether darkness, of the under-world, the gloom of the underworld
Translations
darkness
Abkhaz: алашьцара; Albanian: terr, errësirë, mugëtirë; Arabic: ظَلَام, ظُلْمَة; South Levantine Arabic: عتمة; Armenian: խավար, մթություն; Aromanian: ãntunearic, ntunearic, scutidi; Asturian: escuridá; Azerbaijani: qaranlıq, zülmət; Belarusian: цемра, змрок; Bulgarian: мрак, тъмнина; Catalan: foscor; Central Atlas Tamazight: ⵜⴰⵍⵍⴰⵙⵜ; Cherokee: ᎤᎳᏏᎬᎢ; Chinese Mandarin: 黑暗; Czech: tma, temnota; Danish: mørke; Dutch: duisternis, donkerheid; Esperanto: mallumo; Estonian: pimedus; Ewe: viviti; Finnish: pimeys; French: obscurité, ténèbres, sombreur, noirceur; Galician: escuridade, tebras, mourén, foscume, escureza, calixen; Georgian: სიბნელე, წყვდიადი, უკუნეთი; German: Dunkelheit, Finsternis; Gothic: 𐍂𐌹𐌵𐌹𐍃; Greek: σκοτάδι, έρεβος, ζόφος; Ancient Greek: ἀμυδρά, γνόφος, δνόφος, ἔρεβος, Ἔρεβος, ζοφερόν, ζόφος, κνέφας, ὄρφνα, ὄρφνη, σκοτασμός, σκοτεινόν, σκοτεινότης, σκοτία, σκότος, σκοτωδία, ψέφας, ψέφος; Haitian Creole: fènwa; Hebrew: אֲפֵלָה, חֹשֶׁךְ, עֲלָטָה; Hindi: अंधेरा, अन्धेरा; Hungarian: sötétség; Hunsrik: tunkelheet; Icelandic: myrkur, dimma, nifl, ljósleysa; Ido: tenebro; Indonesian: kegelapan; Istriot: tienabre; Italian: buio, oscurità, tenebre; Japanese: 闇, 暗黒; Javanese: pepeteng; Kapampangan: kedalumduman; Kazakh: қараңғылық, түнек; Khmer: ភាពងងឹត; Korean: 암흑(暗黑), 어두움); Kurdish Central Kurdish: تاریکی; Latgalian: timss, tymsums; Latin: tenebrae, caligo, obscuritas, nox; Latvian: tumsa; Lithuanian: tamsa; Lombard: scur; Luxembourgish: Däischtert, Donkelheet; Macedonian: темнина, мрак; Malagasy: ny maìzina; Malayalam: ഇരുട്ട്; Maltese: dlam; Maori: hinapouri, taipouri, whēuriuri; Marathi: अंधार; Middle English: derknesse; Mongolian: харанхуй; Mwani: kisi; Navajo: chahałheeł; Ngazidja Comorian: hidza class Northern Sami: seavdnjat, seavdnjadas; Norwegian Bokmål: mørke; Nynorsk: mørker, mørke; Occitan: foscor; Old Church Slavonic Cyrillic: тьма; Old English: þīestru; Oromo: dukkana; Persian: تیرگی, تاریکی; Polish: ciemność, mrok; Portuguese: escuridão, trevas; Punjabi Shahmukhi: ہَنیر, ہَنیرا; Quechua: laqha; Romagnol: bur; Romanian: întuneric, întunecime; Russian: темнота, тьма, мрак, потёмки; Sanskrit: रजस्, ध्वान्त, अन्धकार, तमस्; Scottish Gaelic: dubhar, dorchadas, dubh; Serbo-Croatian Cyrillic: тама; Roman: tama, tamnoća, mračnina, mračnost; Slovak: tma, temnota; Slovene: tema; Somali: mugddi; Spanish: oscuridad; Sumerian: 𒂿, 𒋯, 𒌖, 𒀯𒅊, 𒍪𒈬𒊌, 𒌓𒄷𒄭; Swedish: mörker; Tagalog: kadiliman; Tamil: இருள்; Telugu: చీకటి, అంధకారము; Thai: ความมืด; Tibetan: མུན་པ; Tocharian B: orkamo; Tok Pisin: tudak; Turkish: karanlık; Udi: беъиънкъ, байинкъ; Ugaritic: 𐎎𐎄𐎂𐎚; Ukrainian: темрява, тьма, морок, темнота, темнота; Urdu: اندھیرا; Vietnamese: bóng tối; Welsh: tywyllwch; West Frisian: tsjusternis; Yiddish: פֿינצטערניש or; Yoruba: òkùnkùn; Yámana: akuš