σκοτεία

English (LSJ)

ἡ, v.l. for σκοτία, LXX Mi.3.6.

Greek (Liddell-Scott)

σκοτεία: ἡ, = σκοτία, Ἑβδ. (Μιχ. Γ΄, 6).

Greek Monolingual

ἡ, Α
βλ. σκοτία.