σκουντούφλης
Greek Monolingual
ο, θηλ. σκουντούφλα, Ν σκουντούφλα
1. αυτός που περπατά απρόσεχτα, με αποτέλεσμα να σκοντάφτει συνεχώς
2. άνθρωπος κατσουφιασμένος, σκυθρωπός, σύνοφρυς
3. μτφ. (για τον καιρό) σκοτεινός, συννεφιασμένος, βαρύς.
ο, θηλ. σκουντούφλα, Ν σκουντούφλα
1. αυτός που περπατά απρόσεχτα, με αποτέλεσμα να σκοντάφτει συνεχώς
2. άνθρωπος κατσουφιασμένος, σκυθρωπός, σύνοφρυς
3. μτφ. (για τον καιρό) σκοτεινός, συννεφιασμένος, βαρύς.