σκούξιμο

Greek Monolingual

το, Ν
1. δυνατή και γοερή κραυγή
2. συνεκδ. θρήνος, οιμωγή, ολοφυρμός
3. (για σκυλιά, λύκους και άλλα ζώα) ουρλιαχτό, υλακή, αλύχτημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έ-σκουξ-α, αόρ. του ρ. σκούζω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. σπρώξιμο)].