σκούζω
From LSJ
ἤτοι ἐμοὶ τρεῖς μὲν πολὺ φίλταταί εἰσι πόληες Ἄργός τε Σπάρτη τε καὶ εὐρυάγυια Μυκήνη → The three cities I love best are Argos, Sparta, and Mycenae of the broad streets
Greek Monolingual
Ν
1. εκβάλλω οξεία και διαπεραστική κραυγή, ουρλιάζω
2. κλαίω δυνατά και γοερά («φωνάζω, σκούζω δυνατά, στον τάφο του γερμένη», Σολωμ.)
3. (για σκυλιά και άλλα ζώα) υλακτώ, γαυγίζω («τί έχει το σκυλί και σκούζει;»)
4. (γενικά) παταγώ, κάνω κρότο («πέφτει αφρισμένο το νερό και σκούζει και βροντάει», Κρυστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σκύζομαι «οργίζομαι, αγανακτώ». Για την τροπή του -υ- σε -ου-, πρβλ. ξυράφι: ξουράφι, σύρω: σούρ(ν)ω].