σκυλαδέψης

English (LSJ)

σκυλαδέψου, or σκύθρωπος, ὁ, = σκυλοδέψης, Eust.450.6.

Greek (Liddell-Scott)

σκυλαδέψης: ἢ -ος, ὁ, = σκυλοδέψης, Εὐστ. 450. 6.

Greek Monolingual

ὁ, Μ
αυτός που κατεργάζεται δέρματα, βυρσοδέψης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. του σκυλοδέψης.