σκυτάλα

English (Slater)

σκῠτᾰλα message stick met., message bringer ἐσσὶ γὰρ ἄγγελος ὀρθός, ἠυκόμων σκυτάλα Μοισᾶν (sc. Αἰνέας, leader of the chorus) (O. 6.91)

Russian (Dvoretsky)

σκῠτάλᾱ: (τᾰ) ἡ дор. = σκυτάλη.