ὁ, Ααυτός που κατεργάζεται τα σκύτη, τα δέρματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκῦτος «κατεργασμένο δέρμα» + -εργός (< ἔργον), πρβλ. δολοεργός, ξυλοεργός].