σκωληκοφάγος
English (LSJ)
[ᾰ], ον, eating worms or grubs, ib.592b16.
German (Pape)
[Seite 909] Würmer fressend, Arist. H. A. 8, 3.
Russian (Dvoretsky)
σκωληκοφάγος: (ᾰ) питающийся червями (ὄρνις Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
σκωληκοφάγος: ον [ᾰ], ὁ τρώγων σκώληκας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 4.
Greek Monolingual
-ο / σκωληκοφάγος, -ον, ΝΑ, και σκουληκοφάγος, -ο, Ν
αυτός που τρέφεται με σκώληκες
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο σκωληκοφάγος
ζωολ. γένος ξηροβατικών πτηνών της οικογένειας τών ικτεριδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκώληξ, -ηκος + -φάγος].