σκωμματικός

Greek (Liddell-Scott)

σκωμματικός: -ή, -όν, σκωπτικός, ἀστεῖος, Πρόκλ. εἰς Τίμ. 2, σ. 108.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α σκώμμα, -ατος
σκωπτικός, αστείος.