σκώμμα

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source

Greek Monolingual

το / σκῶμμα, -ώμματος, ΝΜΑ σκώπτω
πειρακτικός λόγος, εμπαιγμός, αστεϊσμός
αρχ.
φρ. α) «ἐν σκώμματος μέρει» — χάριν αστεϊσμού (Αισχίν.)
β) «σκῶμμα παρὰ γράμμα» — λογοπαίγνιο (Αριστοτ.).