εἰ μὴ μάλα γέ τινες ὀλίγοι ὧν ἐγὼ ἐντετύχηκα → apart from a very few whom I've met
το / σκῶμμα, -ώμματος, ΝΜΑ σκώπτωπειρακτικός λόγος, εμπαιγμός, αστεϊσμόςαρχ.φρ. α) «ἐν σκώμματος μέρει» — χάριν αστεϊσμού (Αισχίν.)β) «σκῶμμα παρὰ γράμμα» — λογοπαίγνιο (Αριστοτ.).