-ου, ὁ, = σκώπευμα, σκώψ, a dance in which the dancers mimicked an owl Poll.4.103.
σκωπίας: -ου, ὁ, = σκώψ (2), Πολυδ. Δ΄, 103.
ὁ, Ασκώπευμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκώψ, σκωπός + κατάλ. -ίας (πρβλ. πλασματίας)].