σκόλοφρον

English (LSJ)

θρανίον, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

σκόλοφρον: «θρανίον» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «θρανίον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σκόλοψ κατά το δίφρος.