σκόρδιο

Greek Monolingual

το / σκόρδιον, ΝΑ σκόρδον
είδος φυτού με μυρωδιά σκόρδου, κν. γνωστό σήμερα και ως σκορδιό και σκορδόχορτο
αρχ.
φρ. «σκόρδιον μέγα» — είδος άγριου σιναπιού.