το / σκόρδιον, ΝΑ σκόρδον είδος φυτού με μυρωδιά σκόρδου, κν. γνωστό σήμερα και ως σκορδιό και σκορδόχορτο αρχ. φρ. «σκόρδιον μέγα» — είδος άγριου σιναπιού.