σκορδόχορτο

From LSJ

μεγάλα ταῖς ἐλπίσι περινοέωcherish great anticipations, form great projects

Source

Greek Monolingual

το, Ν
είδος φυτού με έντονη μυρωδιά σκόρδου, αλλ. σκόρδιο.