σκύλευσις

English (LSJ)

-εως, ἡ, = σκυλεία (despoiling, plundering), τάφου SIG1233 (Cilicia), cf. Heb.Jb.15.21.

German (Pape)

[Seite 907] ἡ, = σκυλεία, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σκύλευσις: ἡ, = σκυλεία, Σύμμ. ἐν Παλ. Διαθ.· - σκυλευμός, ὁ, Εὐστ., κλπ.