σκυλεία

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῡλεία Medium diacritics: σκυλεία Low diacritics: σκυλεία Capitals: ΣΚΥΛΕΙΑ
Transliteration A: skyleía Transliteration B: skyleia Transliteration C: skyleia Beta Code: skulei/a

English (LSJ)

ἡ, despoiling, plundering, LXX 1 Ma.4.23.

German (Pape)

[Seite 907] ἡ, Plünderung, Beraubung, bes. des getödteten Feindes, Maccab.

Greek (Liddell-Scott)

σκῡλεία: ἡ, σκύλευσις, λαφυραγωγία, Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. Δ΄, 23).

Greek Monolingual

ἡ Α σκυλεύω
σκύλευση, λαφυραγωγία («καὶ ἀνέστρεψεν Ἰούδας ἐπὶ τὴν σκυλείαν τῆς παρεμβολῆς», ΠΔ).