σκύρον

English (LSJ)

[ῠ], τό, = ἄσκυρον 1, Nic. Th.74; cf. σκυράω.

German (Pape)

[Seite 908] τό, eine Pflanze, viell. einerlei mit ἄσκυρον, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

σκύρον: [ῠ], τό, φυτόν τι, πιθανῶς ταὐτὸν τῷ ἄσκυρον, Νικ. Θηρ. 74· πρβλ. σκυράω.