ἡ, fem. of σκώπτης, Procop.Arc.9.
[Seite 909] ἡ, fem. zu σκώπτης, Sp.
σκώπτρια: ἡ, θηλ. τοῦ σκώπτης, Προκοπ. Ἀνέκδ. σ. 41.
η, ΝΜΑβλ. σκώπτης.