σμυρνίον

German (Pape)

[Seite 912] τό, ein Kraut, dessen Saamen den Geschmack der Myrrhe, σμύρνα hat, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

σμυρνίον: τό, = ἱπποσέλινον, Διοσκ. 3. 72 (79)· πρβλ. σμυρνεῖον.