σμῖλος
English (LSJ)
ἡ, = μῖλος, σμῖλαξ II, yew, Call.Fr.100f.48, Nic.Al.611, Dsc.4.79.
German (Pape)
[Seite 911] ὁ od. ἡ, poet. statt σμῖλαξ, Nic. Al. 610, ἐλατηΐς.
Greek (Liddell-Scott)
σμῖλος: ὁ, = μῖλος, ἡ «σμιλακιά», σμῖλαξ, Νικ. Ἀλεξιφ. 624 (611). - Καθ’ Ἡσύχ.: «δένδρον (ἐλάτῃ ὅμοιον). οἱ δὲ πρῖνος. ἄλλοι μίλακα, ᾗ στεφανοῦνται».
Greek Monolingual
ἡ, Α
το φυτό μίλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. σμῖλαξ. Για τους παρλλ. τ. σμῖλος: σμῖλαξ, πρβλ. οἶσος: οἶσαξ, ὄροβος: ὀρόβαξ.
Frisk Etymological English
See also: s. σμῖλαξ