μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
μίλος, ἡ (Α)1. το φυτό σμίλαξ2. το άνθος του φυτού αυτού.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μῖλαξ (Ι)].