σολανίδες

Greek Monolingual

οι, Ν
βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της τάξης σκροφουλαριώδη, με χαρακτηριστικό γένος το σολανό, στην οποία ανήκουν ορισμένα είδη που παρουσιάζουν μεγάλη οικονομική σημασία, όπως είναι η πατάτα, η μελιτζάνα, η ντομάτα κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. solanaceae < λατ. solanum (βλ. λ. σολανό)].