Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ντομάτα

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

και τομάτα, η
βοτ.
1. κοινή ονομασία του φυτού σολανόν το λυκοπερσικόν, η ντοματιά
2. κοινή ονομασία του καρπού του παραπάνω φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tomata < ισπ. tomata < tomatl της ινδιάνικης γλώσσας Nahuatl].