ντομάτα
From LSJ
ἐπείγει γάρ με τοὐκ θεοῦ παρόν → the divine summons urges me | what has come from the god urges me | the power of the god is present, hurrying me on
ἐπείγει γάρ με τοὐκ θεοῦ παρόν → the divine summons urges me | what has come from the god urges me | the power of the god is present, hurrying me on
και τομάτα, η
βοτ.
1. κοινή ονομασία του φυτού σολανόν το λυκοπερσικόν, η ντοματιά
2. κοινή ονομασία του καρπού του παραπάνω φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tomata < ισπ. tomata < tomatl της ινδιάνικης γλώσσας Nahuatl].