ντομάτα

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source

Greek Monolingual

και τομάτα, η
βοτ.
1. κοινή ονομασία του φυτού σολανόν το λυκοπερσικόν, η ντοματιά
2. κοινή ονομασία του καρπού του παραπάνω φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tomata < ισπ. tomata < tomatl της ινδιάνικης γλώσσας Nahuatl].