σολανό

Greek Monolingual

το, Ν
βοτ. ένα από τα μεγαλύτερα γένη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, που ανήκει στην οικογένεια σολανίδες της τάξης σκροφουλαριώδη, με 1.500 περίπου είδη, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται ορισμένα μεγάλης οικονομικής σημασίας, όπως η πατάτα και η μελιτζάνα, και άλλα που είναι φαρμακευτικά, όπως το Solanum nigrum, κν. γνωστό ως στύφνο, στρύφνο ή αγριοντοματιά, και το Solanum dulcamara, κν. γνωστό ως κοκορέλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. solanum «είδος φυτού, στρύχνος» (πιθ. < sol «ήλιος» + κατάλ. -anus)].