σολόδερμα

Greek Monolingual

το, Ν
1. ειδικά κατεργασμένο χοντρό δέρμα για σόλες, κάττυμα
2. σόλα
3. κομμάτι από καουτσούκ ή άλλη ύλη για πέλμα υποδήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σόλα + δέρμα].