Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
το, Ν1. ειδικά κατεργασμένο χοντρό δέρμα για σόλες, κάττυμα2. σόλα3. κομμάτι από καουτσούκ ή άλλη ύλη για πέλμα υποδήματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < σόλα + δέρμα].