ο, θηλ. σουλτάνα, Ν
1. τίτλος τον οποίο έφεραν από τον 11ο αιώνα διάφοροι μουσουλμάνοι ηγεμόνες
2. τίτλος τών ηγετών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
3. μτφ. πρόσωπο που ζει τρυφηλό βίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sultan < αραβ. sultan «ηθική-πνευματική εξουσία, πολιτικήκυβερνητική αρχή»].