σουτ

Greek Monolingual

(I)
και σουστ και σους και σου Ν
επιφών. σιωπή! σιγά!
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ.].
(II)
το, Ν
1. (στο ποδόσφαιρο) το τελικό λάκτισμα της μπάλας στην αντίπαλη εστία
2. (στην καλαθοσφαίριση) πετυχημένη βολή της μπάλας
3. φρ. «έφαγε σουτ» — τον έδιωξαν με απότομο ή βίαιο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. shoot].