το, Ν1. ψίθυρος2. υπόκωφος θόρυβος3. μτφ. α) δυσφήμιση, διασυρμόςβ) σκάνδαλο («έγινε μεγάλο σούσουρο γύρω από το όνομά της»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sussurro].