σούσουρο

Greek Monolingual

το, Ν
1. ψίθυρος
2. υπόκωφος θόρυβος
3. μτφ. α) δυσφήμιση, διασυρμός
β) σκάνδαλο («έγινε μεγάλο σούσουρο γύρω από το όνομά της»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sussurro].