σπάγκος

Greek Monolingual

και σπάγγος και σπάγος, ο, Ν
1. πολύ λεπτό σχοινί
2. μτφ. (ως χαρακτηρισμός προσ.) τσιγκούνης, φιλάργυρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. spago < λατ. hispanicus «ισπανικός». Η λ. με τη σημ. «τσιγκούνης» προήλθε κατ' απόσπαση του α' συνθετικού από το συνθ. σπαγκο-ραμμένος (πρβλ. αψύς < συνθ. σε αψι-, βλ. και λ. αψύς)].