σπάζει

English (LSJ)

Achaean,= σκυζᾷ (σκύζαι cod.), Hsch.

Greek Monolingual

Α
(αχαϊκ. τ.) (κατά τον Ησύχ.) «σκυζᾷ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παράγεται πιθ. από το ρ. σπάω / σπῶ].