Achaean,= σκυζᾷ (σκύζαι cod.), Hsch.
Α(αχαϊκ. τ.) (κατά τον Ησύχ.) «σκυζᾷ».[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παράγεται πιθ. από το ρ. σπάω / σπῶ].