σπάθισμα
English (LSJ)
-ατος, τό,= σπαδόνισμα, Id.
Greek (Liddell-Scott)
σπάθισμα: τό, = σπαδόνισμα, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ίσματος, τὸ, Α σπαθίζω
(κατά τον Ησύχ.) σπαδόνισμα.
-ατος, τό,= σπαδόνισμα, Id.
σπάθισμα: τό, = σπαδόνισμα, Ἡσύχ.
-ίσματος, τὸ, Α σπαθίζω
(κατά τον Ησύχ.) σπαδόνισμα.