σπαδόνισμα

From LSJ

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπᾰδόνισμα Medium diacritics: σπαδόνισμα Low diacritics: σπαδόνισμα Capitals: ΣΠΑΔΟΝΙΣΜΑ
Transliteration A: spadónisma Transliteration B: spadonisma Transliteration C: spadonisma Beta Code: spado/nisma

English (LSJ)

-ατος, τό, flaccidity, μαστῶν AP5.203 (Mel., pl.).

German (Pape)

[Seite 915] τό, = Folgdm, σπαδονίσματα μαστῶν χαλᾴ, Mel. 67 (V, 204).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπαδόνισμα -ατος, τό [σπαδών] slappe zak, flap.

Russian (Dvoretsky)

σπᾰδόνισμα: ατος τό досл. разорванность, перен. обвислость (σπαδονίσματα μαστῶν Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

σπᾰδόνισμα: τό· σπαδονίσματα μαστῶν, πιθαν. κατάστασις χαλαρά, ὑγρότης, μαλακότης, Ἀνθ. Π. 5. 204· πρβλ. σπαδονίζω.

Greek Monolingual

-ίσματος, τὸ, Α σπαδονίζω
χαλάρωση («σπαδονίσματα μαστῶν», Ανθ. Παλ.).