σπαδόνισμα
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
English (LSJ)
-ατος, τό, flaccidity, μαστῶν AP5.203 (Mel., pl.).
German (Pape)
[Seite 915] τό, = Folgdm, σπαδονίσματα μαστῶν χαλᾴ, Mel. 67 (V, 204).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπαδόνισμα -ατος, τό [σπαδών] slappe zak, flap.
Russian (Dvoretsky)
σπᾰδόνισμα: ατος τό досл. разорванность, перен. обвислость (σπαδονίσματα μαστῶν Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
σπᾰδόνισμα: τό· σπαδονίσματα μαστῶν, πιθαν. κατάστασις χαλαρά, ὑγρότης, μαλακότης, Ἀνθ. Π. 5. 204· πρβλ. σπαδονίζω.
Greek Monolingual
-ίσματος, τὸ, Α σπαδονίζω
χαλάρωση («σπαδονίσματα μαστῶν», Ανθ. Παλ.).