Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
σπάτουλα
Greek Monolingual
η, Ν 1.εργαλείο με λαβή και πλατύ έλασμα με το οποίο απλώνεται πολτώδες υλικό ή ανασηκώνεται υλικό που δεν έχει απόλυτα στερεοποιηθεί, αλλ. σπάθη 2.μτφ. η γλώσσα, ως όργανο γλοιώδους κολακείας. [ΕΤΥΜΟΛ.< βεν. spatola].