σπαθοποιός

English (LSJ)

ὁ, gladiarius, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 916] ὁ, Schwertmacher, Gloss.

Greek Monolingual

ὁ, Α
τεχνίτης που κατασκευάζει σπαθιά και μαχαίρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπάθη + -ποιός].